- στηλιτευτικός
- -ή, -όν, ΜΑ [στηλιτεύω]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην στηλίτευση2. αυτός που στηλιτεύει, που καταγγέλλει και κατακρίνει κάποιον με εξαιρετικά αυστηρό τρόπο («στηλιτευτικαῑς ἐπιστολαῑς», Βασ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Dionysius the Philosopher — (Greek: Διονύσιος ο Φιλόσοφος, ca. 1560–1611) was a Greek monk who led two farmer revolts against the Ottoman Turks. Contents 1 Life and career 2 Revolts 3 Death … Wikipedia
ЕВЛОГИЙ I — († 13.02.607/8), свт. (пам. 13 февр.), патриарх Александрийский (580 607/8), богослов, полемист. Жизнь Свт. Евлогий I, патриарх Александрийский. Миниатюра из Минология Василия II. 976 1025 гг. (Vat. gr. 1613. P. 397) Свт. Евлогий I, патриарх… … Православная энциклопедия